ντούζικος

ντούζικος
-η, -ο
(λ. τουρκ.), ίσιος, ευθύγραμμος, ομαλός: Ντούζικος δρόμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ντούζικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λοξοδρομήσεις, ευθύγραμμος, ίσιος, απλός 2. (για άνεμο) αυτός που δεν είναι ούτε πολύ έντονος ούτε πολύ χαμηλός, αλλά διατηρείται σε μέτρια ένταση, κανονικός, στρωτός, ομαλός 3. το ουδ. ως ουσ. το ντούζικο είδος ποτού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”